- ἐπιέλδομαι
- ἐπιέλδομαι, poet. for ἐπέλδομαι,A desire,
ἐνισπεῖν A.R.4.783
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνισπεῖν A.R.4.783
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιέλδομαι — ἐπιέλδομαι (Α) ποιητ. τ. τού επέλδομαι*, επιθυμώ … Dictionary of Greek
ἐπιέλδομ' — ἐπϊέλδομαι , ἐπί ἔλδομαι wish pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)